ανεμοπύρωμα

ανεμοπύρωμα
το
το ερυσίπελας*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεμοπύρωμα — το, ατος η αρρώστια ερυσίπελας, το (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • δροσοπίλια — και ροσοπίλια η αρρώστια ερυσίπελας, το ανεμοπύρωμα …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • αγερικά ή αερικά ή ανεμικά — Έτσι ονομάζονται από τους νεότερους Έλληνες τα πνεύματα, τα δαιμόνια εκείνα, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες κατοικούν στον αέρα. Η μορφή και οι ιδιότητες των α. δεν είναι με σαφήνεια καθορισμένες. Άλλοτε ταυτίζονται με τα ξωτικά, άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — το, ατος δερματική φλεγμονή που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο, αλλ. ανεμοπύρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”